- κατατραγωδώ
- κατατραγῳδῶ, -έω (AM)(επιτ. τ. τού τραγουδώ)1. διηγούμαι με τρόπο τραγικό, περιγράφω κάτι με υπερβολές, όπως σε τραγωδία2. εκφράζομαι εναντίον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + τραγῳδῶ «διηγούμαι με τραγικό τρόπο»].
Dictionary of Greek. 2013.